υποΐσχομαι

υποΐσχομαι
Α
(ποιητ. τ.) δέχομαι κάτι στα χέρια μου κρατώντας ένα αντικείμενο αποκάτω («χερσὶν μέλαν ἀμφοτέρησιν αἷμα κατ' ὠτειλὴν ὑποΐσχεται» — κρατώντας τα χέρια του κοιλωμένα κάτω από το τραύμα δεχόταν το αίμα που εξέρρεε από αυτό, Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἴσχομαι / ἴσχω, άλλος τ. τού ἔχω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”